Valse Triste



Γυρνούσα σπίτι, ήμουνα στο αυτοκίνητο με τον μπαμπά, έξω έβρεχε καρέκλες και έτσι απλά μου το ξεφούρνισε, "ο Θανάσης είχε πεθάνει απ'τις πέντε το πρωί". Το έπαιζα ψύχραιμη και σκληρή, όπως ξέρω, έχω τον τρόπο μου. Μόλις με άφησε σπίτι και έφυγε έβαλα τα κλάματα, ξέρεις αυτά τα γοερά, που νιώθεις ότι σου ξεσκίζουν τη σάρκα από μέσα. Μετά παγωμάρα, πέφτει μια μαύρη κουρτίνα, είναι τόσο κλισέ και τόσο μαύρη, θολώνουν όλα, δεν υπάρχει διέξοδος κινδύνου. Μόνο μεγαλώνεις, μόνο αυτό συμβαίνει κι εσύ νιώθεις όλο πιο μετέωρος και πιο χαμένος και δεν μιλάς πια, δεν γράφεις, δεν ξεσπάς σε τρώει μια βουβαμάρα.  Είχα ξεχάσει πόσο λυτρωτικό είναι το κλάμα κι άλλο τόσο το γράψιμο κι άλλο τόσο να ακουμπάω πάνω στο στέρνο σου και να ηρεμώ.

Για να μη μας χαλάσουν το Πάσχα, λέει. Εγώ έκλαιγα από το πρωί, πες το προαίσθημα, πες το όπως θες και τον Δημήτρη παίζει να μην τον έχω δει ποτέ πιο ζορισμένο στη ζωή μου και κατά τα άλλα κάναμε σαν να μην συμβαίνει τίποτα, αυτό ήταν το γαμώτο σε όλη αυτή την ιστορία με το Θανάση, ότι μια ζωή έκανα για να μην πω κάναμε, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, μόνο και μόνο γιατί δεν γουστάριζα αυτή την συμπαθητική ξινίλα της λύπησης.

Τώρα πια που έφυγε, δεν ξέρω καν αν έχω δικαίωμα να μιλήσω στη μνήμη του, νιώθω τόσο μικρή απέναντι σε εκείνον και στους γονείς μου και στη στάση που τήρησαν και τηρούν απέναντι στη ζωή, απέναντι σε εκείνον και σε μας.  Μα να το ξέρουν από τις πέντε το πρωί και να μην πούνε τίποτα;

Δεν είναι ότι δεν γράφω πια, γράφω κάτι αγχωμένες μαλακίες μετά τη δουλειά ή κάτι Σαββατοκύριακα με πιασμένο σβέρκο που πρέπει να βάλω μια τάξη στο σπίτι που είναι  ένα βομβαρδισμένο μπουρδέλο.  Κάτι ασυναρτησίες που μένουν στη μέση, που δεν γίνονται ποτέ ολοκληρωμένες αναρτήσεις, που ποτέ δεν ανεβαίνουν και κάθονται έτσι και χάσκουν. Έτσι μου'ρχεται μια μέρα να κάνω copy-paste όλες τις αποτυχημένες μου προσπάθειες για λίγη γραπτή λύτρωση και να τις ανεβάσω, που ξέρεις ίσως κάτι να βγει.

Εκτός από αγχωμένες είναι θυμωμένες  ασυναρτησίες, πόσο θυμωμένες Χριστέ μου! Δεν μπορώ καν να με αναγνωρίσω, τόσο συσσωρευμένος και ασυμμάζευτος πόνος, τόσος θυμός. Να και τώρα που γράφω τρέμουν τα χείλη μου δεν ξέρω αν είναι από τα νεύρα, την κούραση ή την άθλια καθημερινότητα μου, που να βρω χρόνο για γράψιμο  που μου λένε κιόλας εδώ πια δεν έχω χρόνο να ζήσω.

Έχουν περάσει έξι μήνες περίπου, πόσο θέατρο πια χρειάζεται αυτή η γαμημένη καθημερινότητα, πόσο θέατρο χρειάστηκε γενικά ο τελευταίος χρόνος. Δυο χιλιάδες δεκατέσσερα , δεν μπορούσα να σε φανταστώ ούτε στους χειρότερους μου εφιάλτες . Μα που θα πας ρε παλιό μπάσταρδο, θα φύγεις και θα πας στα τσακίδια, κι έστι όπως θα φεύγεις πάρε μαζί σου όλους τους μαλάκες και τις κωλόγριες που μου φορτώθηκαν στη δουλειά, πάρε μαζί σου όλες τις γαμημένες ενοχές σου, τις αρρώστιες σου και τους θανάτους σου, κάντην από εδώ όσο είναι νωρίς μαλακισμένο.

Τι έλεγα; Θυμωμένες ασυναρτησίες; Έ κάτι τέτοιο. Να ξέρεις πως την διπλωματική μου την χάρισα σε σένα. Στη μνήμη του αδερφού μου Θανάση έγραψα, μα θαρρώ πως ήταν κι αυτή κουτσουρεμένη σαν τη ζωούλα σου αγάπη μου, έγινε λάχα, λάχα μόνο και μόνο για να πάρω ένα χαρτί ακόμα.  Η ζωή μου Θανάση έγινε λάχα, λάχα, ούτε καν να σε κλάψω δεν πρόλαβα αλλά εδώ που τα λέμε σ'εκλαιγα μια ζωή. Έφυγες στα τριαντατρία σου ανήμερα Πασχαλιά, είχες τη δική σου λυτρωτική Ανάσταση. Δεν κλαίω που έφυγες μανάρι μου γλυκό, ξέρω ότι επιτέλους ξεκουράστηκες, ότι έπαψαν να σε τρυπούν με τις βελόνες, έπαψες να πονάς, έπαψαν τα ουρλιαχτά και τα μουγκριτά σου, κλαίω για όλη τη ζωή που δεν έζησες, κλαίω ίσως και λίγο για τη δική μου χαμένη ζωή, για τα όνειρα μου και τα θέλω μου που πεισματικά άφησα πίσω.

Μα να ξέρεις πως ότι είμαι και ότι έγινα καταβάθος το χρωστάω σε εσένα, μια ζωή θα το χρωστάω σε σένα και με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο πάντα θα σε κουβαλάω μέσα μου. Θανάση δεν μπορώ πια, βάζω σχεδόν καθημερινά τα κλάματα, προσπαθώ όμως γαμώτο μου προσπαθώ να ξέρεις, να ξανασταθώ στα πόδια μου, να συνεχίσω να υπάρχω, αν και τον εαυτό μου τον έχω χάσει τελευταία, τον έχω χάσει εντελώς, δεν με αναγνωρίζω πια, ούτε εμένα, ούτε τα θέλω μου, τα όνειρα μου τίποτα, μα μια ζωή αυτό μάθαμε μαζί σου να σηκωνόμαστε από τον πάτο, μια ζωή με νύχια και με δόντια απογειώσεις πριν την ανώμαλη προσγείωση.

Πάει για σήμερα τον έχασα τον μεσημεριανό τον ύπνο, πάλι ένα κουρέλι θα είμαι μέχρι το βράδυ, με συνάχι, πυρετό και πανσέληνο κι αύριο πάλι στη βρωμοδουλειά με τα καθίκια. Πάω να μου βάλω γαλλικό φουντούκι έχω και μια ζωή να ζήσω...


υ.σ πια μισώ το γύρισμα και τα αρνιά, τα κόκκινα αυγά και τις λαμπάδες. Δεν θέλω άλλη ανάσταση... 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις